- Δηλίων
- ΔήλιοςDelianfem gen plΔήλιοςDelianmasc/neut gen plΔήλιοςDelianmasc/fem/neut gen plΔήλιοςDelianmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεοδύτης — ἐλεοδύτης, ο (AM) υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο αρχ. επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
Δηλιάδες παρθένες — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν οι πρώτες νύμφες που χαιρέτισαν με τραγούδι και χορούς τη γέννηση του Απόλλωνα και της Άρτεμης και οι πρώτες σύντροφοι στις παιδικές διασκεδάσεις των θεών. Το επίθετο δόθηκε στις παρθένες της Δήλου, που επιλέγονταν από… … Dictionary of Greek
Δήλιον — Ιερό του Απόλλωνα στη βοιωτική παραλία του Ευβοϊκού, που ιδρύθηκε από Ίωνες της Δήλου. Με την ίδια ονομασία αναφέρεται και μικρή παράλια πόλη της Βοιωτίας, κοντά στο σημερινό Δήλεσι. Στο Δ., το 424 π.Χ., οι Βοιωτοί νίκησαν τους Αθηναίους και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… … Dictionary of Greek